ολιγόκαρπος

ολιγόκαρπος
-η, -ο (Α ὀλιγόκαρπος, -ον)
αυτός που παράγει λίγους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καρπός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀλιγόκαρπος — bearing little fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόκαρπον — ὀλιγόκαρπος bearing little fruit masc/fem acc sg ὀλιγόκαρπος bearing little fruit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοκαρπότεραι — ὀλιγόκαρπος bearing little fruit fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοκάρπῳ — ὀλιγόκαρπος bearing little fruit masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγόκαρπα — ὀλιγόκαρπος bearing little fruit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • λιγόκαρπος — η, ο βλ. ολιγόκαρπος …   Dictionary of Greek

  • ολιγοκαρπία — η παραγωγή λίγων καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγόκαρπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Γεννάδιο] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοκαρπώ — ὀλιγοκαρπῶ, έω (Α) [ολιγόκαρπος] παράγω λίγους καρπούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”